- ανθρακοδόχος
- -α, -ο και -ος, -οαυτός μέσα στον οποίο τοποθετούνται ή από τον οποίο διοχετεύονται άνθρακες.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -δοχος < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόχος, ανεμοδόχος, ξενοδόχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.